- εἰκοσίμετρος
- εἰκοσί-μετρος, zwanzig Maß fassend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εἰκοσίμετρος — holding twenty measures masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσίμετρον — εἰκοσίμετρος holding twenty measures masc/fem acc sg εἰκοσίμετρος holding twenty measures neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek